ἀντιρρόπων

ἀντιρρόπων
ἀντίρροπος
counterpoising
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέδηση — η / πέδησις ΝΜ [πεδῶ] (για πρόσ. και ζώα) δέσιμο τών ποδιών για παρεμπόδιση τών κινήσεων νεοελλ. 1. τεχνολ. επιβράδυνση ή σταμάτημα τής κίνησης τροχοφόρου με μηχανική πέδη, η οποία συνίσταται στη δημιουργία αντιδρώντος ζεύγους δυνάμεων,… …   Dictionary of Greek

  • Διάκος, Αθανάσιος — (Μουσουνίτσα Παρνασσίδας 1786; – Λαμία 1821).Αγωνιστής και μάρτυρας του 1821. Παρότι ανήκε στην αρματολική οικογένεια των Γραμματικών –ο παππούς του Αθανάσιος Γραμματικός ήταν γνωστός καπετάνιος– οι γονείς του τον προόριζαν για το ιερατικό στάδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”